- γαληναίας
- γαληναίᾱς , γαληναίηfem acc plγαληναίᾱς , γαληναίηfem gen sg (attic doric aeolic)γαληναί̱ᾱς , γαληναῖοςfem acc plγαληναί̱ᾱς , γαληναῖοςfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.